- αντιβοώ
- (Α ἀντιβοῶ, -άω)αντηχώ, αντιλαλώαρχ.αποκρίνομαι φωναχτά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιβοῶ — ἀ̱ντιβοῶ , ἀντιβοάω return a cry imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀντιβοάω return a cry pres imperat mp 2nd sg ἀντιβοάω return a cry pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀντιβοάω return a cry pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοώ — (Ι) ( άω) (AM βοῶ, άω) 1. κραυγάζω, φωνάζω 2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος 3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ όψιν νεοελλ. φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» αν δεν καταβληθεί… … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek